- λύγος
- (I)ο, η (Α λύγος, ἡ και ὁ)1. η λυγαριά2. (κυρίως στον πληθ.) κλαδιά λυγαριάς ή άλλου δέντρου, κατάλληλα συνήθως για πλέξιμο καλαθιού («συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι», Ομ. Οδ.)αρχ.1. κάθε ράβδος ακόμη και μετάλλινη («καθῆστο μέντοι λύγον χρυσέαν ἔχων αὐτὸς ὁ βασιλεύς», Ιώσ.)2. στρέβλη, πιεστήριο που χρησιμοποιούσαν οι λεπτουργοί, καλιάγρα3. φρ. «στεφανοῡμαι λύγῳ» — στεφανώνομαι με στεφάνι από κλαδιά λυγαριάς4. (κατά το λεξ. Σούδα) «λύγουςτὰς μάστιγας αἷς οἱ άθληταὶ τύπτονται».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα *lug- τής ΙΕ ρίζας *leug- «κάμπτω, λυγίζω» (πρβλ. λευγαλέος) και συνδέεται με λιθουαν. lugnas «ευλύγιστος, εύκαμπτος», αρχ. νορβ. lykna «λυγίζω τα γόνατα», γερμ. Locke «μπούκλα» κ.ά. Ο τ. συνδέεται πιθ. και με τα λατ. luxus «εξαρθρωμένος, εύκαμπτος» και luctor «παλεύω, αγωνίζομαι» (lucta < luctor), που η σημασία τους πλησιάζει προς ορισμένες χρήσεις τού ρ. λυγίζομαι*, παρ' όλες τις μορφολογικές δυσχέρειες (ύπαρξη οδοντικού στοιχείου στο luctor) οι οποίες εμποδίζουν την ανεπιφύλακτη σύνδεσή τους με λύγος, λυγίζω.ΠΑΡ. λυγίζω, λύγινοςαρχ.λύγιον, λυγώ (II), λυγώναρχ.-μσν.λυγώδηςμσν.- νεοελλ.λυγιάνεοελλ.λυγαριά.ΣΥΝΘ. (Α΄ συνθετικό) αρχ. λυγόδεσμος, λυγοειδής, λυγοπλόκος, λυγοτευχής. (Β' συνθετικό) αρχ. άλυγος].————————(II)λύγος, τὸ (Α)σκοτάδι.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λύγη*, κατά τα ουδέτερα σε -ος].
Dictionary of Greek. 2013.